Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΟΙ ΝΥΦΕΣ


Με αφορμή το έργο του Α. Λασκαράτου "Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς (Η προίκα) που επεξεργαστήκαμε στην τάξη θα μπορούσαμε να δούμε τη βραβευμένη δραματική και ηθογραφική ταινία του γνωστού σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, παραγωγής 2004,  Οι Νύφες.

Το θέμα της ταινίας είναι το ταξίδι 700 γυναικών, Ελληνίδων, Τουρκάλων, Ρωσίδων, από την Κωνσταντινούπολη προς τη Νέα Υόρκη, όπου θα συναντήσουν τους άντρες που πρόκειται να παντρευτούν, και ο έρωτας μεταξύ μίας από αυτές τις γυναίκες και ενός αμερικανού φωτογράφου



.

Η ταινία παρουσιάστηκε στο 45ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε 10  Κρατικά Βραβεία Ποιότητας


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Τι να πρωτοπεί κανείς και τι να αφήσει έξω από την σπουδαία αυτή επέτειο...

Ας ελπίσουμε ο πόνος που γεννιέται από την ανάμνηση των παθημάτων, ο πόνος που υπενθυμίζει τη δυστυχία, να σημάνει σε όλους
τη λύτρωση και την αφύπνιση


Η φρίκη του πολέμου...


"Εσύ ποτέ δε θα πεθάνεις.
Τον τόπο που σε γέννησε τον λεν
Ε λ λ ά δ α."
(Ηλίας Σιμόπουλος)




Ο παραλογισμός του φασισμού
και η τρυφερότητα της ανθρώπινης ψυχής....





Ο Ποιητής...



Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Γιάννης Ρίτσος




Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Νόμπελ Λογοτεχνίας στο Γιώργο Σεφέρη

(με καθυστέρηση μίας ημέρας η ανάρτηση. Άρα, ΣΑΝ ΧΘΕΣ)

Στις 24 Οκτωβρίου 1963 ο Γιώργος Σεφέρης έγινε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Οπως είχε ανακοινώσει τότε η Σουηδική Ακαδημία, ο Σεφέρης τιμάται με το βραβείο «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες».



Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του σπουδαίου ποιητή μας εδώ

Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς [ Η προίκα ] -Α. Λασκαράτου - (εργασία)


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ

         Να πάρετε συνέντευξη από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας από το οικογενειακό ή ευρύτερο περιβάλλον σας σχετικά με το θέμα της προίκας.


Η προίκα τότε
Στην Κεφαλονιά….

Αφηγείται ο παππούς Θεμιστοκλής Λαζαρής.
                 Εγώ: Η προίκα… Τι ίσχυε όταν ήσουν μικρός στην Κεφαλονιά όσον αφορά την προίκα;
Παππούς: Η προίκα… Τότε κανένας δεν παντρευότανε χωρίς να έχει προίκα…
Εγώ: Ήταν πολύ αυστηρό;
Παππούς: Ναι… Και το θεωρούσανε κι ολίγον τι ντροπή να παντρευτεί ο άλλος και να μην πάρει τίποτε. Προίκα δίνανε χωράφι, εδίνανε ακόμα πρόβατα… Δηλαδή, αν είχε ένας πρόβατα, τα ‘δινε στο παιδί του οχτώ-δέκα πρόβατα και ήταν μέσα στην προίκα. Τα άλλα πράγματα ήτανε τα ρούχα που ήταν από έξι, ήταν από δώδεκα, εξαρτάται την ευημερία που είχε το κάθε σπίτι. Πιο παλιά, τα γράφανε και γινόταν το προικοσύμφωνο. Ότι τόσα παράλαβε κλπ. κλπ. Τα τελευταία χρόνια όμως αυτά καταργήθηκαν. Γιατί στην Κεφαλονιά έχουμε το ανάποδο. Δεν το έπαιρνε η κοπέλα το σπίτι, όχι… Άρα στην προίκα δεν περιλαμβανότανε σπίτι… Στην Κεφαλονιά ήτανε ντροπή να μείνει ο γαμπρός στο σπίτι της  γυναίκας του. Γινότανε «σώγαμπρος». Και κανένας δεν πήγαινε… Πολύ σπάνια, δε θυμάμαι κανέναν να πήγαινε στο σπίτι της γυναίκας του.
Εγώ: Και δηλαδή οι νύφες ήτανε αρεστές με την προίκα που είχανε ή ήταν απλά μια συνήθεια;
Παππούς: Όχι, εμπόριο ήτανε… Εκείνες που είχανε πιο πολύ προίκα τις «χτυπούσανε» περισσότερο… Προικοθήρες, βέβαια… Κι άλλα πολλά για την προίκα τα οποία δε θυμάμαι από τότε, πιο παλιά από μας… Ε, μετά τους σεισμούς καταργήθηκαν. Ή τρόπος του λέγειν καταργήθηκαν. Θυμάμαι πολύ αργότερα μια γνωστή μου που παντρεύτηκε τα βγάλανε σε δημοπρασία τα προικιά της. Κι ακόμα, πάντως μετά τους σεισμούς δεν ήταν πια όπως ήταν πριν.
Εγώ: Και οι πιο φτωχοί πώς μάζωναν την προίκα;
Παππούς: Εντάξει, οι πιο φτωχοί… Παντρευόντουσαν και κορίτσια χωρίς να έχουν τίποτα… Παντρευόντουσαν και κορίτσια με δανεικά φορέματα, ξέρω ‘γω. Αλλά, πολύ σπάνια… Όλες είχανε κουτσά-στραβά ολίγον τι την προίκα τους.
Εγώ: Την φτιάχνανε και μόνες τους, ας πούμε;
Παππούς: Ναι, η προίκα ήτανε το πρώτο τους μέλημα, μεγαλώνοντας έπρεπε να φτιάσουνε την προίκα τους… Τα κεντήματά τους… Φτιάναν γενικά τα προικιά τους. Πηγαίνανε την Πέμπτη του γάμου και τα παίρνανε από τη νύφη και μετά, φανών και λαμπάδων, τα πηγαίνανε στο σπίτι του γαμπρού. Εστρώναν το κρεβάτι και ‘βάζαν τα καλύτερα επάνω. Μάλιστα… Να σκεφτείς ένα: ότι εκεί δεν πάνε μαζί· πάει το σόι της νύφης, στη νύφη· το σόι του γαμπρού στον γαμπρό. Τρώνε, πίνουνε, γλεντάνε… Και στον γάμο που γίνεται, πάλι το ίδιο γίνεται. Γινότανε… Καθένας στους δικούς του. Δε σμίγανε, να πάνε όλοι μαζί.
Εγώ: Και μετά τον γάμο, το τραπέζι γινότανε χωριστά;
Παππούς: Ναι, ναι…
Εγώ: Σε άλλα σπίτια δηλαδή;
Παππούς: Ναι! Το σόι του άντρα στο σόι του, και της γυναίκας στο σόι της. Κι η νύφη μαζί με το σόι της, κι ο γαμπρός με το σόι του! Και απλώς την άλλη μέρα, που ερχόντουσαν από τον γαμπρό, για να πάρουνε τη νύφη, γινότανε η στέψη, ο γάμος. Και κατόπι, όταν τη φέρνανε στο σπίτι του γαμπρού, εκεί θα γινότανε το ανάλογο κέρασμα για όλους τους καλεσμένους που ήρθανε. Και κατόπι, γυρίζανε στα σπίτια τους, αλλά το πολύ γλέντι γινότανε εκεί που έμενε η νύφη, στο σπίτι του γαμπρού. Στο σπίτι της νύφης ελάχιστα, είχε τελειώσει πλέον, αλλά γλεντάγανε κι εκείνο το βράδυ.
Εγώ: Ήταν δηλαδή ολόκληρη ιεροτελεστία!
Παππούς: Ναι, οπωσδήποτε! Ήτανε το άλλο θέμα το εξής, ότι τότε που δεν υπήρχανε κουφέτα κλπ. εμοιράζανε μύγδαλα. Ναι! Και κατά την περιφορά του «Ησαΐα χόρευε», επετάγανε στα κεφάλια αντί για ρύζι ή κουφέτα… πετάγανε μύγδαλα.
Εγώ: Υπήρχε περίπτωση, λόγω της αυστηρότητας του θεσμού της προίκας, οι πιο φτωχοί να μη θέλουνε να κάνουνε κόρες; Να το βλέπουν λίγο σαν βάρος;
Παππούς: Όχι… Γιατί όλοι ελπίζανε πως θα μπορέσουν. Σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχανε κι οκτώ, κι εννιά κορίτσια. Πάντως, σήμερα, το μόνο που έχει μείνει, ήτανε το εξής: ότι όταν ήτανε μακριά τα χωριά της νύφης, δηλαδή το ένα χωριό εδώ και το άλλο πολύ μακριά, και δεν υπήρχανε τότε αυτοκίνητα, πηγαίνανε με τα ζώα. Και πήγαινε με τα ζώα κι ο γαμπρός να πάρουνε τη νύφη… ‘Παίρναν τα ζώα, όσοι είχαν άλογα ή μουλάρια ήταν σαν να ‘χεις αυτοκίνητο πολυτελείας σήμερα, οι άλλοι ήταν με τα γαϊδουράκια. Αλλά θα τα στολίζανε, με πολύχρωμα στολίδια, και θα πηγαίνανε και τα παίρνανε και στον γυρισμό, θα γυρίζαν πάλι όλα τα ζώα στο σπίτι του γαμπρού! Και θα ήτανε μπροστά ο γαμπρός και η νύφη με μουλάρια, άλογα, και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν από πίσω… Και γέμιζε ο κόσμος γαϊδουράκια! Αυτό ήτανε…
Εγώ: Πάντως, μπορούσε, αν δεν είχε και προίκα να μείνει στο ράφι, να μην παντρευτεί ποτέ...
Παππούς: Ε, ναι, συνέβαινε κι αυτό, συνέβαινε… Αν ήταν και κακομοίρα, σίγουρα! Δηλαδή, αν δεν ήταν όμορφη. Και γι’ αυτό λέγανε «τι πήρε την ξεβράκωτη;» ή «αυτή πήρε τον ξεβράκωτο;»… Γιατί υπήρχαν και αντίθετες περιπτώσεις… Να ‘χει η νύφη και να μην έχει ο γαμπρός…
Εγώ: Και τι γινότανε με τις προξενήτρες;
Παππούς: Πηγαίνανε πάντα δυο-τρεις μαζί… Δεν ξέρω αν παίρνανε λεφτά…
Εγώ: Το είχαν δηλαδή σαν επάγγελμα;
Παππούς: Ε, όχι ακριβώς… Αλλά, πολύ συχνά ερχόταν και στου λέγανε «Ξέρεις κάτι; Μωρέ την κόρη να την δώσεις στον Αντρέα;», όχι ακριβώς σαν επάγγελμα… Αλλά, από παινέματα άλλο τίποτα. Πάντως, αν ήτανε δύσκολη περίπτωση παίρνανε και χρήματα. Το δώρο τους, κάτι. Ειδικά, αν ήταν πειστικές. «Είναι καλό παιδί, θα σ’ έχει βασίλισσα…» Αλλά το θέμα ήταν ότι ο γάμος γινόταν γιατί το ‘θελε ο γονιός, όχι γιατί το ‘θελε το παιδί!

…και στη Σίφνο.
Αφηγείται η γιαγιά Σμαράγδα Λαζαρή.

Εγώ: Γιαγιά, τι ίσχυε σ’ εσάς;
Γιαγιά: Σ’ εμάς; Απαραιτήτως, αν είχες κορίτσια έπρεπε να ‘χουν και το σπίτι τους. Όχι ότι δεν παντρευόσουνα αν δεν είχε σπίτι… Όχι ότι ήταν κακό να πας, αν είχε ο γαμπρός, σε δικό του σπίτι… Μπορούσες να πας! Αλλά, ως επί το πλείστον, πήγαινε εκείνος στο σπίτι της κοπέλας. Και φυσικό είναι, ότι οι μάνες φροντίζανε να κάνουνε, λέει, την προίκα του παιδιού. Σεντόνια, πετσέτες… Και μέχρι που να παντρευτεί το παιδί, αυτά είχανε γίνει «αντίο χρονό»! Εν πάση περιπτώσει… Δεν έχει σημασία! Σημασία έχει ότι γεμίζαν το μπαούλο και λέει «εγώ της έκανα τόσα σεντόνια», «εγώ της έκανα…»
Εγώ: Περηφάνια, ε;
Γιαγιά: Ναι! Και σου λέω, και μετά, όταν εκείνη παντρευότανε, κι είχαν έρθει καινούρια, δεν τα ‘θελε!
Εγώ: Τα έβαζε ας πούμε σ’ ένα ράφι και τα είχε για επίδειξη!
Γιαγιά: Όμως, όλο το νταβαντούρι γινότανε στην ενορία της νύφης, στο σπίτι της νύφης…
Εγώ: Α, ήταν δηλαδή το ανάποδο απ’ ότι στην Κεφαλονιά;
Γιαγιά: Το εντελώς ανάποδο! Δεν στρώναμε κρεβάτια, τώρα το κάμανε αυτό… ότι στρώνουνε κρεβάτι, για τον όβολο. Τότε, δεν θυμάμαι να στρώναμε κρεβάτι. Φυσικά, θα το στρώνανε μεταξύ τους. Ο γάμος γινότανε…
Εγώ: Το γλέντι; Μαζί;
Γιαγιά: Μαζί! Μαζί το γλέντι, ο κόσμος πήγαινε στην εκκλησία, στην ενορία της νύφης. Γινόταν ο γάμος, και μετά πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης. Τότε, γιατί τώρα πάνε όπου θέλουνε…
Εγώ: Όλοι μαζί;
Γιαγιά: Όλοι μαζί. Και γινότανε το κέρασμα και, συν τοις άλλοις, το γλέντι, το οποίο δε διαρκούσε μονάχα ένα βράδυ! Έπρεπε να ξημερώσει, να φύγουνε, να πάνε στην κουμπάρα τα βιολιά…
Εγώ: Και πότε κοιμότανε;
Γιαγιά: Αφήναν τη νύφη για να κοιμηθούνε –υποτίθεται να κοιμηθούνε–, και μετά ξαναγυρίζανε για να τους ξυπνήσουνε. Για να συνεχιστεί το γλέντι. Αφού ‘βράζαν και τα κοτόπουλα για να κάμουνε και το τραπέζι, το συμπόσιο… Άσε που το πρωί, όσοι ήτανε κυνηγοί, πηγαίναν απέξω απ’ το παράθυρο της κοπέλας, του ζευγαριού… Και μπαμ-μπουμ, άκουγες τώρα εσύ, αν ήμουνα στα ‘Ξάμπελα εγώ, κι έλεγες στον Αρτεμώνα, στο Πετάλι: «Άκου! Ξυπνήσανε! Τουφεκιές πέφτουνε!». Αυτά ήταν τα «ξυπνητικά». Δεν πρόλαβα εγώ βέβαια αυτές τις αηδίες που κάνανε στ’ άλλα χωριά, κάτι σεντόνια και βλακείες… Και ξανασυνεχίζανε το γλέντι, και μπορούσε να κρατήσει και τρία βράδια. Εκεί, συνέχεια… ‘Φεύγαν απ’ τον κουμπάρο στην κουμπάρα… Αλλά, δεν είπαμε το κυριότερο: μετά από όλο αυτό το γλέντι του γάμου που γινότανε έπρεπε να φύγουν τα βιολιά, να πάνε στον γαμπρό, στο σπίτι του και να ‘φέρουν το μπαούλο, τα ρούχα του! Και φυσικά, δεν είχαμε αυτοκίνητα, έπρεπε να ‘χουν άλογο να το φορτώσουνε, να το στολίσουνε εκεί με λουλούδια κι άντε πάλι λίρι-λίρι-λίρι ο δρόμος για να πάει το μπαούλο, και τραγούδια συνέχεια!
Εγώ: Ευκαιρία ψάχνανε για να γλεντήσουνε!
Γιαγιά: Ναι, ναι, ναι! Η αλήθεια να λέγεται. Κρατούσε ένας γάμος ΠΑΡΑ πολύ. Η δε νύφη, έπρεπε να περάσουν οκτώ μέρες μάλλον, για να λειτουργήσουν στις οκτώ μέρες τα στέφανα και να βγει απ’ το σπίτι μετά. Κι ο γαμπρός, φυσικά δε δεσμευόταν από τίποτα. Επήγαινε στη δουλεία του, όταν είχε την όρεξη και τη διάθεση. Και η ζωή συνεχίζεται… Δεν είχε έτσι και κανένα παρατράγουδα… Τώρα αν ήτανε αυτή ματσωμένη… Υπήρχανε γαμπροί που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα, και φυσικά επιδιώκανε να πάρουνε μια που είχε περιουσία. Θες χωράφια, θες τα σπίτια, θες… ήταν ευκατάστατη! Η φουκαριάρα η δική μου μάνα είχε τρεις κόρες! Έπρεπε να ‘χει τρία σπίτια! Πού να τα βρει;
Εγώ: Η προίκα δηλαδή ήταν μόνο στοιχείο περηφάνιας και έθιμο ή υπήρχε και ένας φόβος ότι μπορεί κάποια κόρη να έμενε στο ράφι;
Γιαγιά: Άμα ήταν η συμπεθέρα στριμμένη, δεν την ήθελε τη νύφη, γιατί δεν είχε σπίτι! Και υποχρεούνταν να της κάνουνε σπίτι, και έβλεπες τα αδέρφια να θαλασσοπνίγονται, γιατί μόνο η θάλασσα είχε χρήματα, για να κάνουν της αδερφής τους σπίτι. Άλλο πάλι αυτό το κακό! Δεν παντρευόνταν τ’ αγόρια, αν δεν παντρευτεί το κορίτσι! Κι ήτανε στα βαπόρια να φέρουν χρήμα. Και σου λέγανε «Κοίταξε ο αδερφός της τι της έστειλε, κοίταξε ο αδερφός της τι της έστειλε!» Λεφτά, κι έκανε ένα σπίτι ωραίο! Και μετά αφού το ‘καμε η μία, έπρεπε να το ‘κάμει κι η άλλη!
Εγώ: Αν χωρίζανε, η προίκα επιστρεφότανε;
Γιαγιά: Ναι, η προίκα επιστρέφεται. Αν είναι γραμμένα στο προικοσύμφωνο, αν δεν είναι…


               Θεμιστοκλής Λαζαρής, Α3


Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Του νεκρού αδερφού - εργασία

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ

Αλλάζοντας την οπτική γωνία στην αφήγηση να ξαναγράψετε μια σκηνή του τραγουδιού (ή ολόκληρο το έργο) μέσα από τη φωνή ενός από τους ήρωές του
( Αρετή, μάνα, Κωνσταντής)


Με τη φωνή της μάνας.

Εργασία της μαθήτριας Ελένης Μακροδημήτρη, Α3

Δεν την είχε δει ποτέ το φως του ήλιου… Το πάλλευκο δέρμα της, τα ολόξανθα μαλλιά της, κρυμμένα στο σκοτάδι, φωτισμένα μόνο απ’ τη σελήνη και τ’ άστρα. Τα μάτια της αναζητούν τον κόσμο, μα εκείνη είναι προφυλαγμένη από αυτόν.  Η μονάκριβή μου κόρη, το φως της ψυχής μου θα είναι πάντα κοντά μου, δίπλα μου… 
Και τότε ήρθε μια μέρα γκρίζα, μια μέρα που διέλυσε όλη αυτή την πλάνη, την ψευδαίσθηση στην οποία βρισκόμουν. Ήρθαν ταξιδιώτες, από μακριά, πέρα απ’ την ανατολή, πέρα απ’ τον ορίζοντα για να την πάρουν μαζί τους. Τη ζήτησαν σε γάμο, ζήτησαν να είναι μαζί τους για πάντα… Τα λόγια αυτά μου με χτυπούν στην καρδιά. Οι γιοι μου αρνούνται. Οι οκτώ τουλάχιστον. Ο Κωνσταντής όμως σκέφτεται με το μυαλό, όχι με την ψυχή.  Παραμερίζει συναισθήματα, πάθη και επιμένει να τη στείλουμε…  Μου κρατάει το χέρι και εν μέσω του παραλογισμού μου λέει κοφτά, καθαρά:

«Μητέρα, άκουσέ με… Όλα θα πάνε καλά, θα δεις. Θα ταξιδεύω και δε θα νιώθω ξένος εκεί μακριά στην Ανατολή. Είναι δύσκολα στην ξενιτιά. Πρέπει να συμφωνήσεις μαζί μου.  Άκουσε με σε παρακαλώ…»
Εγώ όμως δεν ακούω, οι σκέψεις μου διανύουν μονοπάτια σκοτεινά, δύσβατα.

«Γιε μου,  δεν μπορώ, δεν αντέχω… Όλα είναι καλά τώρα. Δεν ξέρουμε αν θα είναι όμως σε λίγο. Τι θα γίνει αν ο θάνατος, η αρρώστια τυλίξουν το σπίτι μας και σα χείμαρρος μας παρασύρουν μαζί τους; Ποιος θα μου φέρει την Αρετή τότε; Πες μου ποιος;»
Μου ορκίζεται τότε πως ό,τι και να γίνει, ό,τι και αν τύχει θα πάει να μου τη φέρει. Η φωνή του αντιλαλεί στη μικρή κάμαρα και  μου φαίνεται λες και αγγίζει τα ουράνια. Πρέπει να την αφήσω. Έτσι και αλλιώς ο Κωνσταντής μου ορκίστηκε. Έβαλε κριτή τον ουρανό και τους αγίους μάρτυρες. Είναι βαρύς ο όρκος. Πρέπει να υποκύψω.

Λίγες μέρες μετά και την παρατηρώ όπως κατευθύνεται προς τον ορίζοντα, καθώς φεύγει μακριά, ωσότου χάνεται μέσα σε αυτή την απροσδιόριστη γραμμή που ενώνει τον ουρανό με τη γη.
Οι μέρες γίναν εβδομάδες. Οι εβδομάδες μήνες, χρόνια και έφτασε η στιγμή που τα έχασα όλα. Ο θάνατος πήρε τους γιους μου μακριά. Τους πήρε, σα σκιές που χάνονται στο σκοτάδι. Και ΄γω χαμένη. Ο θρήνος, ο οδυρμός μου σκίζουν τον αιθέρα, όπως σκίζουν και τα σωθικά μου. Δάκρυα που ποτίζουν το χώμα. Κραυγές που χάνονται στο κενό. Μια συντετριμμένη ψυχή. Χιλιάδες κατεστραμμένα όνειρα…

Ο όρκος του γιου μου διακατέχει τις σκέψεις μου.  Εντείνει τον πόνο, την οδύνη, την οργή.  Ωρύομαι, τον καταριέμαι. Μου ορκίστηκε, μου υποσχέθηκε και δεν τα κατάφερε. Αυτός φταίει. Η Αρετή μου λείπει και φταίει μόνο αυτός. Τα δάκρυα πληθαίνουν. Η οργή μεγαλώνει… Χιλιάδες αναπάντητα γιατί…
Το έδαφος σείεται. Οι βράχοι σπάνε… Ο Κωνσταντής ξεπροβάλλει απ’ τα έγκατα της γης και ως οπτασία ανεβαίνει στα ουράνια. Άλλη μια ψευδαίσθηση σκέφτομαι…

 Βρίσκομαι πλέον βυθισμένη στο απόλυτο κενό. Το σκότος περιβάλλει τα πάντα. Πέρασαν μέρες και τα δάκρυα στέρεψαν. Η ψυχή όμως παραμένει διαλυμένη, συντετριμμένη. Ξάφνου ένας κτύπος σπάει τη σιωπή που επικρατεί στο σπίτι. Η πόρτα…. Και τότε μια γλυκιά φωνή επιδρά σαν αντίδοτο στη ματωμένη μου καρδιά.
«Σήκω μανούλα μου άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα»

Αδύνατον σκέφτομαι…
«Μανούλα, εγώ είμαι η Αρετή σου»

Τρέχω, αγκαλιαζόμαστε και γινόμαστε και οι δυο ψυχές του αιθέρα, διασκορπισμένες στο τίποτα και στο άπειρο…

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΝΟΜΠΕΛ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ


Στις 18 Οκτωβρίου του 1979, η Σουηδική Ακαδημία αναγγέλλει την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Οδυσσέα Ελύτη

“Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγοι. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες, το τελικό αποτέλεσμα. Ο παράδεισος ή η κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση στους καιρούς τους duzttigez – σκληρούς – είναι ακριβώς αυτή: ότι, η μοίρα μας παρ’ όλα αυτά, βρίσκεται στα χέρια μας”

Οδυσσέα Ελύτη, «Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης»



Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα από την ομιλία του Οδυσσέα Ελύτη κατά την απονομή του βραβείου εδώ





Για τους Έλληνες μετανάστες της Σουηδίας, εργάτες, κυρίως καθαριστές οι περισσότεροι, ήταν ένα μεγάλο γεγονός. Ένοιωθαν υπερηφάνεια, που ένας συμπατριώτης τους τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο του κόσμου.
Θεωρούσαν ότι το βραβείο ήταν και δικό τους και σε ένα ρεπορτάζ στη σουηδική τηλεόραση στα στέκια των Ελλήνων: "Εμείς έχουμε ιστορία" έλεγαν. "Μη μας βλέπετε μόνο σαν σκουπιδιάρηδες". Και απήγγειλαν κάποιο στίχο από το Άξιον Εστί.

Ο Ελύτης ανταπέδωσε την αγάπη τους με μία επίσκεψη στην Ελληνική Κοινότητα Στοκχόλμης. Συγκινημένος και ο ίδιος έμεινε πολλές ώρες μαζί με τους μετανάστες.

Δείτε εδώ σε την ομιλία (σε γραπτό λόγο)



Ο Ελύτης «αντίπαλος» με τον Ρίτσο

Ο Ελύτης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας υποψήφιος για το βραβείο, καθώς προτάθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος.
Λέγεται μάλιστα ότι η πρόθεση της σουηδικής ακαδημίας ήταν να απονείμει το Νόμπελ και στους δύο, γι’ αυτό και έστειλε στην Ελλάδα τον φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν.


Ο Ρέντιν έκανε την επίσημη πρόταση στους δύο ποιητές, που συμφώνησαν χωρίς δεύτερη σκέψη ότι δεν θα μοιραστούν το βραβείο. Αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν αντίπαλοι. Πολλοί εκπρόσωποι του πνευματικού χώρου έσπευσαν να συμφωνήσουν μαζί τους και στο τρόπο που αντιμετώπισαν το θέμα.

Ο Σουηδός φιλόλογος επηρέασε την απόφαση
Το Νόμπελ έπρεπε να απονεμηθεί σε έναν από τους δύο και ο Σουηδός φιλόλογος, λέγεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση.  Ο Ρέντιν, πριν τεθεί το «δίλημμα» είχε ήδη αρχίσει να μεταφράζει την ποίηση του Ελύτη και συγκεκριμένα το πρώτο βιβλίο από το «Άξιον Εστί», τη «Γένεση».


Όταν επέστρεψε στη Σουηδία, έδωσε τις μεταφράσεις στα μέλη της Ακαδημίας που χαρακτήρισαν το έργο του Ελύτη συγκλονιστικό και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του.

Υπήρξαν αρκετοί που υποστήριξαν ότι ο Ρίτσος έχασε το Νόμπελ για πολιτικούς λόγους, επειδή ήταν μάχιμος αριστερός.  Ο ίδιος ο Ρέντιν σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του απάντησε κατηγορηματικά, όχι.  Η γνώμη του είναι πως ο Ρίτσος είχε γράψει πολύ ωραία ποιήματα, αλλά κανένα δεν φτάνει το «Άξιον Εστί».

Παρά το «κονταροχτύπημα» των δύο μεγάλων ποιητών, όταν τελικά το βραβείο κέρδισε ο Ελύτης, o Ρίτσος δήλωσε: “Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ.”


Φυσικά υπήρξαν και αρκετοί επικριτές του Ελύτη, ενδεχομένως να ήταν και απογοητευμένοι θαυμαστές του Ρίτσου, που κατέκριναν την απόφαση της σουηδικής ακαδημίας.
Ο Ελύτης είπε αναφερόμενος στους επικριτές του: “αιώνες τώρα φωνάζω Ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας.”


ΠΗΓΕΣ:
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
TVXS


Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Του νεκρού αδερφού - Εργασία


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ

Σύγκριση σκηνής «ανακαλέματος» στους Πέρσες του Αισχύλου και στο δημοτικό τραγούδι «Του νεκρού αδερφού»

~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~

Ερώτηση 7 Σχολικού βιβλίου


Εργασία του μαθητή Θεμιστοκλή Λαζαρή,  Α3


Ανάμεσα στους «Πέρσες» του Αισχύλου και το δημοτικό τραγούδι μεσολαβεί ένα μεγάλο χάσμα, τόσο χρονικό όσο και πολιτισμικό, που δικαιολογεί τις πολυάριθμες διαφορές στην περιγραφή του ανακαλέματος του νεκρού. Εξάλλου, στην πρώτη περίπτωση ο Κωνσταντής παίρνει τις κατάρες της μητέρας του, ενώ στη δεύτερη ο Δαρείος δέχεται τους μεταθανάτιους ύμνους των γερόντων. Παρ’ όλα αυτά οι περιστάσεις, αν και ανόμοιες, συγκλίνουν σε κάποια κοινά σημεία.



Αρχικά, η ανάγκη που υπαγορεύει την επίκληση στον νεκρό είναι ο θάνατος πολλών αγαπημένων προσώπων των ηρώων, ο χαμός της νιότης, της δύναμης και της ελπίδας, όπως αυτή εκφράζεται μέσω των εννιά αδερφών ή της νέας γενιάς της Περσίας. Επιπρόσθετα, τα πρόσωπα που –συντετριμμένα – καταφεύγουν στο ανακάλεμα είναι αδύναμα, ηλικιωμένα και ανίκανα να πραγματοποιήσουν τις επιθυμίες τους, όπως η μάνα και ο Χορός των γερόντων τοποτηρητών.



Στη συνέχεια, ζητούν την έξοδο του νεκρού απ’ το μνήμα για να τους κάνει κάποια υπηρεσία. Έτσι, η μάνα θέλει ο Κωνσταντής να τηρήσει το λόγο του, ενώ οι Πέρσες ζητούν απλά συμβουλές και συμπαράσταση στα παθήματά τους. Τέλος, ο νεκρός ανασταίνεται προσωρινά λόγω της μεγάλης επιθυμίας του ίδιου, ο μεν Κωνσταντής για να γλυτώσει απ’ την κατάρα της μάνας, ο δε Δαρείος για να μάθει πού οφείλονται οι θρήνοι.



Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου 2016


Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Του νεκρού αδερφού - Εργασία


ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ


Αλλάζοντας την οπτική γωνία στην αφήγηση να ξαναγράψετε μια σκηνή του τραγουδιού (ή ολόκληρο το έργο) μέσα από τη φωνή ενός από τους ήρωές του
( Αρετή, μάνα, Κωνσταντής)



Με τη φωνή της Αρετής.


Εργασία της μαθήτριας Ευαγγελίας Παπούλια ,  Α4



Λένε πως ο θάνατος σε βρίσκει όταν έχεις γεράσει και έχεις ζήσει. Μόνο που για εμένα ο θάνατός μου ήταν η ίδια η ζωή μου. Και ενώ το ημερολόγιο έδειχνε πως είμαι δώδεκα χρονών η καρδιά μου είχε ήδη νεκρώσει.

Τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Οι πόρτες κλειδωμένες. Η μητέρα με σπρώχνει προς το μικρό και άβολο μπάνιο, κρατώντας με δύναμη τους καρπούς μου. Προσπαθώ να ξεφύγω από το κράτημά της, αλλά ξέρω πως αν το σκάσω είναι ικανή να με βρει και να με γυρίσει τραβώντας με απ’τα μαλλιά στο σπίτι και έπειτα να με κλειδώσει για αρκετό καιρό στο πιο σκοτεινό μέρος του σπιτιού για να διαφυλάξει την αγνότητά μου.

Κοιτάζει γύρω της και μόλις συνειδητοποιεί την ύπαρξη ενός μικρού παραθύρου τρέχει πανικόβλητη να το κλείσει. Το σκοτάδι απλώνεται για μια ακόμη φορά παντού. Η μητέρα λέει πως το σκοτάδι είναι αγνότητα. Εγώ το ονομάζω τρέλα.

Δεν την βλέπω. Δε βλέπω τίποτα. Το μόνο που μπορώ να αισθανθώ είναι τη χτένα να μου χαιδεύει τα μαλλιά και να μου τα τραβάει γλυκά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είμαι ήρεμη. Για πρώτη φορά είμαι ήρεμη και γαλήνια. Κλείνω τα μάτια. Προσπαθώ να με φανταστώ στο φως. Δεν μπορώ. Έχω ξεχάσει πως μοιάζει. Ανοίγω τα μάτια και το σκοτάδι με κατασπαράζει για μια ακόμη φορά.

Ξαφνικά ακούγεται ένα χτύπημα στην πόρτα του μπάνιου. Η φωνή του Κωνσταντίνου ακούγεται. Μας λέει να κάνουμε γρήγορα, γιατί ο γαμπρός από τη Βαβυλώνα σε λίγο θα βρίσκεται εδώ. Πρέπει να φορέσω το λευκό μου φόρεμα. Δεν έχω άλλη επιλογή.

Βρίσκονται γύρω από το ξύλινο τραπέζι. Η μητέρα στην κεφαλή και γύρω, γύρω τα εννιά μου αδέλφια. Γύρω από αυτό το τραπέζι ο καθένας κοιτάζει το συμφέρον του εκτός από εμένα. Εγώ βρίσκομαι ακόμα στο δωμάτιό μου και παρακολουθώ από την κλειδαρότρυπα το μέλλον μου. Με έδιωξαν σαν να μην είχα κανένα δικαίωμα πάνω στη ζωή μου. Μα τι λέω; Δεν έχω κανένα δικαίωμα πάνω σε τίποτα.

Αν και η μητέρα ήθελε να μείνω εδώ για να τη φροντίζω, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να φύγω. Ήθελε, λέει, να έχει έναν δικό του στα ξένα για να μην νιώθει ξένος.

Και κάπως έτσι έφυγα. Έφυγα για τη Βαβυλώνα με τον επί πέντε χρόνια μεγαλύτερο σύζυγό μου. Ακόμα και η άμαξα της επιστροφής ήταν σκοτεινή. Προσπαθούσαν να διαφυλάξουν την αγνότητά μου μέχρι τον γάμο.

Ο καιρός πέρασε και ο εφιάλτης μεγάλωσε και επεκτάθηκε αυτή τη φορά σε ολόκληρη τη σάρκα μου. Ήθελα να φύγω από το σκοτάδι και να πάω στο φως. Το φως όμως, είναι ακόμα πιο τρομακτικό από το σκοτάδι. Εκεί τα τέρατα έχουν πρόσωπο και σε κοιτάνε.

Ένα πρωί που ήμουν μόνη μου στο σπίτι ήρθε ο Κωνσταντίνος και με πήρε. Στην αρχή νόμιζα πως κάτι έπαθε η μητέρα. Τον ρώτησα αν έπρεπε να φορέσω τα μαύρα μου. Εκείνος όμως, με τράβηξε στο άλογό του, χωρίς να πει κουβέντα. Φαινόταν άρρωστος. Ίσως και νεκρός. Τα μαλλιά του, του είχαν πέσει και ήταν χλωμός. Στην αρχή τρόμαξα, άλλα έπειτα κατάλαβα. Ήταν όντως νεκρός.

Πίστεψα πως θα με πάρει μαζί του, αλλά εκείνος με άφησε στην πόρτα που είχε ξεκινήσει το μαρτύριό μου και έφυγε.

Ίσως τώρα η μοίρα να με αφήσει να φύγω...


Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ



" Το σύμβολο της δουλείας,*  ο αγκυλωτός σταυρός, που τέσσερα ολόκληρα χρόνια μόλυνε το σύμβολο του πνεύματος, την αιώνια Ακρόπολη, κατεβαίνει.

Ούτε φανφάρες, ούτε στρατηγοί. Μόνο ένας Γερμανός στρατιώτης που σκεπάζει την ντροπή του με το χιτλερικό του σάβανο...."

*και της δειλίας (θα συμπλήρωνα )





Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

POSTCARDS FOR PEACE.


Παγκοσμίως θα κυκλοφορήσει η κάρτα με την ζωγραφιά 14χρονης μαθήτριας από τα Γιαννιτσά, η οποία αναδείχθηκε νικήτρια στο διαγωνισμό του οργανισμού Postcards for Peace




Η μαθήτρια της Β΄ Γυμνασίου του 2ου Γυμνασίου Γιαννιτσών, Ευγενία Δεμιρτζόγλου, κέρδισε το πρώτο βραβείο, στην κατηγορία 12-16 ετών, με τη ζωγραφιά της που θα τυπωθεί σε καρτ ποστάλ και θα πουληθεί για να προωθήσει το μήνυμα της ειρήνης.

Όπως ανέφερε η ίδια η μαθήτρια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: "Ζωγραφίζω από πολύ μικρή και όταν έμαθα για τον διαγωνισμό, ήθελα πολύ να συμμετάσχω".  Έμπνευσή της στάθηκε η προσφυγική κρίση.

"Ήθελα να εκφράσω το γεγονός ότι είμαστε όλοι ίσοι και πρέπει να ζήσουμε με ειρήνη" εξήγησε η μαθήτρια η οποία συμπεριέλαβε στη ζωγραφιά της τους διαχρονικούς στίχους του John Lennon ,"imagine all the people living life in peace".

Το Postcards for Peace είναι ένας φιλανθρωπικός οργανισμός με στόχο την προώθηση της ισότητας και της διαφορετικότητας, βοηθώντας στην εξάλειψη διακρίσεων που αφορούν στο φύλο, τη θρησκεία, την αναπηρία ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Μέσω της ιστοσελίδας του, παρακινεί τον κόσμο να υποβάλει σχέδια για κάρτες τα οποία στη συνέχεια αναρτώνται και μπορούν να εκτυπωθούν.

πηγή: ΑlfaVita

ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ





Παραλλαγές του “Νεκρού αδερφού”
Η πνευματική δημιουργία των βαλκανικών χωρών, επηρεασμένη από την κοινή ιστορία (εμπόριο, γλώσσα, κουλτούρα, κ.ά.), χαρακτηρίζεται συγχρόνως από τις ιδιομορφίες κάθε χώρας και περιοχής. Αξιοσημείωτα είναι τα κοινά παραμύθια και δημοτικά τραγούδια που υπάρχουν στην παράδοση όλων των χωρών. Ένα από αυτά είναι το τραγούδι που μιλά για τη γυναίκα ή την αγαπημένη του πρωτομάστορα, που θυσιάζεται και θάβεται στα θεμέλια μιας εκκλησίας ή ενός γεφυριού, προκειμένου να ολοκληρωθεί το έργο. Άλλο παράδειγμα είναι το τραγούδι που αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας με πολλούς γιους και μία κόρη. Όταν η μοναχοκόρη παντρεύεται σε ξένο τόπο, επιδημία θανατώνει όλους τους γιους, και τότε η μάνα παρακαλεί έναν από τους νεκρούς γιους της να φέρει πίσω την κόρη της. Ο γιος σηκώνεται από τον τάφο και ξαναφέρνει την αγαπημένη κόρη στη μάνα.



Από την ανθολογία βαλκανικής ποίησης Αίμος, Φίλοι του περιοδικού «ΑΝΤΙ», Αθήνα 2006




Η κόρη και τ’ αδέλφια της  (Σερβία)
Του Γιόβαν και της Γέλιτσα

Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη
την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη,
τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.
Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,
κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες.
Ο Στρατηγός κι ο Δέσποτας , από τους ξένους τόπους,
κι ο τρίτος ο προξενητής, ένας συγχωριανός τους.
Η μάνα λέει να παντρευτεί δικό τους συντοπίτη,
κι οι εννιά αδελφοί προκρίνουνε να πάει μακριά στα ξένα.
Στη Γέλιτσα, γλυκόλογα, της ζαχαρομιλούνε:
«Τράβ’ αδελφούλα στ’ ανοιχτά, στου Δέσποτα τα ξένα,
κι εμείς κοντά σου θα ‘μαστε του χρόνου κάθε μήνα,
κάθε βδομάδα του μηνός θα ‘ρχόμαστε κοντά σου.»
Κι υπάκουσεν τ’ αδέλφια της, τ’ αγαπημένα αδέλφια,
και πήγε και παντρεύτηκε, μακριά, στους ξένους τόπους.
Και μπήκε χρόνος δίσεκτος και μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν,
κι’ έμειν’ η μάνα μοναχή, σαν καλαμιά στον κάμπο,
για τρεις ολόκληρες χρονιές στηθοδερνόνταν μόνη.
Μακριά, στα ξένα, η Γέλιτσα έκλαιγε τον καημός της:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο;
Τί να ‘πραξα στ’ αδέλφια μου και πώς να τα ‘χω βλάψει,
που χρόνους τρεις στο σπίτι μου δεν ήρθαν να με δούνε;»
Κι οι συννυφάδες γύρα της πικρά της απαντούσαν:
«Ποιος ξέρει τί τους έκανες, κακούργα συννυφάδα,
το φταίξιμό σου θα ‘ν’βαρύ, θα ‘ναι πολύ το κρίμα,
που πια μήτε στα μάτια τους δεν θένε να σε δούνε.»
Τ’ ακούει και σκουζ’ η Γέλιτσα, πλαντάζει από το κλάμα,
το δάκρυ ανάβει το πρωί και το κρατεί ως τη νύχτα.
Της κόρης το παράπονο, Θεός ψηλά τ’ ακούει
κι έστειλε δυο αγγέλους του να την παρηγορήσουν.
«Στη γης θα κατεβείτε ευθύς, κάτου στο κοιμητήρι,
στο μνήμα θα τραβήξετε, του Γιόβαν το κατάσπρο,
του πιο μικρού της αδελφού, του κανακάρη Γιόβαν.
Εκείθε θα φυσήξετε με την αγία πνοή σας,
κι άλογο ζωντανέψτε του τού τάφου τα λιθάρια,
γλυκές ζυμώσεις λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
δώρα καλά, δώρα λαμπρά κόψτε απ’ τα σάβανά του,
και φτιάξτε τον και σιάξτε τον να πάει στην αδελφή του.»
Φτάνουν ταχείς σαν αστραπή στο κοιμητήρι οι άγγελοι,
στον άσπρο τάφο τράβηξαν του κανακάρη Γιόβαν,
κι απ’ τα λιθάρια τ’ άτι του φκιάξαν να να καβαλήσει,
μ’ άγια πνοή που φύσηξαν τον Γιόβαν ζωντανέψαν,
γλυκές ζυμώσαν λιχουδιές από το μαύρο χώμα,
και δώρα καλοταίριαξαν από το σάβανό του,
να πάει στη Γέλιτσα τρανός, να τον καλοδεχτούνε.
Στράτα τη στράτα διάβηκε γοργά ο ξεψυχισμένος,
κι έφτασε και τον είδανε στου παλατιού τ’ αγνάντι,
στη Γέλιτσα μηνύσανε κι έτρεξε να τον εύρει,
στον δρόμον εκατέβηκεν να τον προϋπαντήσει,
κι ως σμίγει η λύπη τη χαρά, τα μάτια της δακρύζουν.
Σφιχτογλυκαγκαλιάζονται, στο μάγουλο φιλιούνται,
και του ξομολογήθηκε την πίκρα, τον καημό της.
«Νυφούλα σαν με δώσατε πολύ μακριά στα ξένα,
δεν τάξατε, αδέλφια μου, που ήμουν μικρή και μόνη,
κάθε βδομάδα του μηνός πως θά ‘ρχεστε κοντά μου;
Σήμερα κλείνουν χρόνοι τρεις, δεν ήρθατε ποτέ σας.»
Κι άλλαξε λόγια και καημό, κι απόσωσεν μιλώντας:
«Φοβούμαι σε, αδελφούλη μου, πού ‘χεις πολύ μαυρίσει,
μου μοιάζει από του Χάροντα να ‘χεις σε μένα φτάσει.»
Παίρνει φωνή, λαλεί φωνή, μιλά ο ξεψυχισμένος:
«Σώπα, αδελφή, ξορκίζω σε, στων ουρανών τον Κύρη!»
Που νά ‘ξερες τα βάσανα που μού ‘στειλεν η μοίρα,
μέχρι τα οχτώ τ’ αδέλφια μας να τα καλοπαντρέψω,
και τις οχτώ νυφούλες μας, όλες να τις φροντίσω,
κι αφού τους καλοπάντρεψα, τίποτε μην τους λείψει,
έχτισα με τα χέρια μου εννιά λευκά σπιτάκια.
Τώρα, αδελφούλα μου, νογάς, πού ‘χω πολύ μαυρίει.»
Τρεις μέρες πέρασαν μαζί, μες στο λευκό τρεις μέρες,
κι η Γέλιτσα όλο βιαζόταν μαζί να ταξιδέψουν,
και δώρα ετοίμασε ακριβά, όλο αρχοντιά και χάρη,
μεταξωτά πουκάμισα των αδελφών διαλέχνει,
και για τις νύφες της, χρυσές βέρες και δαχτυλίδια.
Μα ως έλεε να κινήσουνε, τη σταματούσ’ ο Γιόβαν:
«Μη φύγουμε, αδελφούλα μου, στο σπίτι μας να πάμε
εδώ πριν έρθουν να σε δουν και τ’ άλλα μας τ’ αδέλφια.»
Μα η Γέλιτσα δεν θέλησε τα λόγια του ν’ ακούσει,
τ’ αρχοντικά τα δώρα της μαζώνει για να φύγουν.
Και θέλοντας μην θέλοντας, ξεψυχισμένε Γιόβαν,
ακολουθάς την αδελφή που πάει στο σπιτικό σας.
Στο σπίτι ως κοντοζύγωναν, στην εκκλησιάν απ’ όξω,
μαύρη φωνή, τρόμου φωνή σέρνει ο ξεψυχισμένος:
«Περίμενε, αδελφούλα μου, στην εκκλησιά για να ‘μπω
γιατί σαν τον παντρέψαμε τον μεσιανό αδελφό μας,
το δαχτυλίδι μού ‘πεσε κι η αρραβώνα εχάθη,
χρυσάφι ατόφιο, διαλεχτό και πάω για να το ψάξω.»
Και μες στο μνήμα μπαίνοντας ο Γιόβαν αφανίστη.
Κι η Γέλιτσα καρτέραγεν στην εκκλησιάν απ’ όξω
και πρόσμενε τον αδελφό, τον πεθαμένο Γιόβαν.
Ώρα πολλήν καρτέραγεν, μπήκε να τον γυρέψει.
Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους,
και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,
που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ’ άλλα της τ’ αδέρφια.
Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,
κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη,
κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε
Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε,
μόν’ είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας.
Κλειστά παραθυρόφυλλα, μανταλωμένη η θύρα
και μ’ άσπρη μίλησε λαλιάν απ’ τ’ άσπρο της λαρύγγι:
«Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,
δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι,
κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους.»
Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει
και ξέσπασαν και δόθηκαν στο δάκρυ το μεγάλο,
κι αφού σφιχταγκαλιάστηκαν με τα λευκά τους χέρια,
κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.


Μετάφραση από τα σερβικά Ηλίας Λάγιος και Ισμήνη Ραντούλοβιτς
.............................................................................................................................................................................



Λαζάρ και Πετκάνα (Βουλγαρία)

Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ’ αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.
Μήτ’ η Πετκάνα θενα ‘ρθεί
μήτε θα πάει κι η μάνα.
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
—Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει.
Κι η μάνα του τον άκουσε,
ταίριαξε την Πετκάνα.
Την Πέτκα νοικοκύρεψε
δέκα χωριά αλάργα.
Με γάμο και αν ήρθανε
να πάρουν την Πετκάνα,
κλαίγ’ η Πετκάνα, μύρεται,
δε στέργει να τη δώκουν
τι ‘ταν μακριά, πολύ μακριά,
δέκα χωριά αλάργα.
Σαν βγήκ’ η Πέτκα απ’ την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωνε, τους σκότωνε
η μαύρη η πανούκλα,
τα σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—
αφήκ’ εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν’ το κρασί η μάνα,
χύν’ το κρασί στα μνήματα
κι όλους τους μνημονεύει,
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν’ η μάνα,
δε χύν’ η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν:
-Να γκρεμιστείς, μπρε Λάζαρε,
η γης να μη σε στέργει
που την Πετκάνα μ’ έδωκες
και γνωριμιά δεν έχω,
μήτε να πάγω δύναμαι
μήτε κι η Πέτκα να ‘ρθε.
Κι ο Λάζαρ απ’ το μνήμα του
τον Θεό παρακαλούσε:
-Θέ μου, ακούς και βλέπεις πώς
η μάνα μ’ με γκρεμίζει;
Για δωσ’ μου, Θεέ μου, δώσε μου
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
κάμε το κίτριον φλασκί
να πάγω στην Πετκάνα.
Να πάγω, Θέ μου, να τη βρώ
στη μάνα να τη φέρω,
τι μένα η μανούλα μου
πολύ με καταριέται.
Και το παράπονο ο Θεός
περίσσα επόνεσέ το.
Το ‘καμ’ ο Κύριος, το ‘καμε:
χώμα – αλαφρό κορμάκι
κιβούρι – γρήγορο φαρί
κι αυτό το σταυρουλάκι
το ‘καμε κίτρινο φλασκί
κι ο Λάζαρ σκώθη, πάει.
Τη θύρα όντος έκρουσε
σκώθη κι ανοίγ’ η Πέτκα
κι όντας η Πέτκα τον θωρεί
τον πιάνει απ’ το χέρι.
Το χέρι το ασπάζεται,
το χέρι του φιλάει.
Το χέρι μούχλα μύριζε
γη μαύρη, χωματίλα
κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Αδέλφι μ’, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Κι ο Λάζαρος με πονηριά
γελούσε την Πετκάνα:
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
απ’ την αυλή σαν βγήκες,
η μάνα μας ξεχώρισε
και χτίσαμε εννιά σπίτια.
Βαριά σανίδια σκώσαμε,
γι’ αυτό μυρίζει μούχλα.
Γι’ άιντε Πετκάνα, αδελφή μ’,
κι η μάνα είν’ στο στρώμα,
κάνε τηνε προφταίνουμε
καν’ όχι και πεθαίνει.
Κι η Πέτκα συγυρίστηκε
και πήρανε τη στράτα.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
μούχλα τί μου μυρίζεις;
Μούχλα μυρίζεις, μαύρη γη,
κι είν’ το σαγιάκι σ’ σάπιο;
-Πέτκα, Πετκάνα, αδελφή μ’,
στη στράτα όπου μπήκα
δροσό του θέρου έπεσε,
μούσκεψε το σαγιάκι μ’,
το ρούχο δεν το στέγνωσα,
γι’ αυτό έχει σαπίσει.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
—Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,
πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι η Πέτκα λέει του Λάζαρου:
-Λάζαρε, μπάτε Λάζαρε,
τι ν’τούτο, αδέλφι Λάζαρε,
που το πουλί λαλούσε:
Που το ‘δαν και π’ ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Κι ο Λάζαρος της έλεγε:
-Περπάτα, αδελφούλα,
εδώ ειν’ δάσος πράσινο
πό’ ‘χει λογιών πουλάκια
π’ όλες τις γλώσσες τις μιλούν
και τις καταλαβαίνουν.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
χωράφια θερισμένα,
μόν’ τα δικά τους κάθουνται.
Κι η Πέτκα λέει στον Λάζαρ:
-Λάζαρε, αδέλφι μ’, τα σπαρτά
όλα τους θερισμένα
και τα δικά σας κάθουνται;
Κι ο Λάζαρος της απαντά:
-Περπάτα, αδελφούλα μου,
κι εχτίσαμ’ εννιά σπίτια,
βαθιά κατώγια σκάψαμε,
χωράφια δεν θερίσαμ’.
Κεί που θενά ‘μπουν στο χωριό
Στην Πέτκα λέει ο Λάζαρ:
-Παν’, αδελφούλα, σπίτι μας
και σα ρωτήσ’ η μάνα
κόρη μου ποιος σε έφερε,
ευθύς να απαντήσεις:
Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι αν δεις πως δε πιστεύει,
να, παρ’ την αρραβώνα μου,
το ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο
δώσ’ της το ασημένιο
που η μάνα μου τ’ αγόρασε
για τ’ αρραβώνιασμά μου.
Δώσ’ της το δαχτυλίδι μου
κι αυτή θα σε πιστέψει.
Εγώ θα πάω αδελφή μ’
ως τον ψηλό το λόφο,
σπαρτό μεγάλο που ‘χουμε
κι είν’ μισοθερισμένο.
Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ‘σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
—Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω, μάνα.
Κι η μάνα της εχούγιαξε
‘πό μέσ’ από το σπίτι:
– Πανουκλα, δεν σου έφτανε
μπρε συ μαύρη πανούκλα,
πανούκλα που μου ξέκαμες
εννιά τρίδυμα αδέλφια
κι εννιά νυφάδες όλες νιές,
μον’ έρχεσαι ακόμα,
μπρε συ πανούκλα έρχεσαι
για εννιά μικρά αγγόνια;
Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε,
έλα μου, σήκω μάνα,
δεν είμαι ‘γω, μανούλα μου,
η μαύρη η πανούκλα,
μον’ είμαι η θυγατέρα σου,
η κόρη σου η Πετκάνα.
Τότες η μάνα άνοιξε
Και στην Πετκάνα κρένει:
-Κόρη μου, ποιος να σ’ έφερε,
δεν σ’ είδαμ’ εννιά χρόνια.
-Ο μπάτε Λάζαρ μ’ έφερε.
Κι η μάνα της τής λέγει:
-Ψέματα, θυγατέρα μου,
λέγε σ’ όποιονε θέλεις,
τη μάνα σ’ όμως δεν μπορείς
με ψέματα να παίζεις.
Ο Λάζαρ το αδέλφι σου
παν’ τώρα εννιά τα χρόνια,
Πετκάνα, που τον ξέκαμε
η μαύρη η πανούκλα.
Κι η Πέτκα λέει στη μάνα της:
-Σα δε πιστεύεις, μάνα,
να, παρ’ την αρραβώνα του,
τ’ ασημοδαχτυλίδι,
τ’ αρραβωνοδαχτύλιδο,
που του ‘χεις αγοράσει.
Και η γριά μανούλα της
βλέπει το δαχτυλίδι,
και τότε την επίστεψε
την κόρη της Πετκάνα.
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.


Μετάφραση από τα βουλγαρικά Δημήτρης Άλλος

...........................................................................................................................................................................




Κωνσταντής και Δοκίνα (Αλβανία)
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
σφάξαν βόδι στο χωριό,
πήγα πήρα μιαν οκά
το’ ριξα στον τέντζερη.
Βγήκα μέχρι την αυλή,
για να φέρω κούτσουρα,
να σου, ήρθε ένα στοιχειό
κι έπεσε στον τέντζερη
και φαρμάκωσε τους γιους μου,
εννιά γιους κι εννιά νυφάδες
κι εννιά με τα μωρά τους.
Μου αδειάσαν εννιά κούνιες,
μου καήκαν εννιά προίκες,
εννιά όπλα βουβαθήκαν.
Κωσταντή, κακό ν’ ακούσεις
που την πάντρεψες στα ξένα
τη Δοκίνα μας, αλάργα
πέρα από τρία βουνά.
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
η Δοκίνα χόρευε.
Ο Κωσταντής βγήκε απ’ τον τάφο,
άλογο του έγιν’ η πέτρα,
και το χώμα σέλα του,
τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.
—Καλώς ήρθες, αδερφέ μου.
Αν μου ήρθες για καλό,
να ντυθώ σαν γερακίνα,
κι αν μου ήρθες για κακό,
να ντυθώ σαν καλογριά.
—Έλα, αδερφή, ως είσαι.
Στ’ άλογο την ανεβάζει,
τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:
— Τσιλιβίου, βίου, βίου
τη Δοκίνα μας, αλάργα
ίσως να ‘ναι ο αγέρας.
—Είδατε; Δεν είδατε;
Περπατάει λευκή πουλάδα
η ζωντανή με τον νεκρό.
Φτάσανε στην εκκλησία:
—Πήγαινε εσύ, Δοκίνα,
εγώ πάω στο άγιο βήμα,
το ‘χω εκεί το σπίτι μου.
Πήγε χτύπησε την πόρτα:
—Ποιος να είναι που χτυπάει;
Μήπως μια κακιά γυναίκα,
μήπως η ίδια η χολέρα,
που μου πήρε τα παιδιά μου;
—Μάνα, άνοιξε την πόρτα,
η μοναχοκόρη σου είμαι.
—Και ποιος σ’ έφερε, Δοκίνα;
—Μ’ έφερε ο Κωνσταντίνος.
—Τι μου λες, ο Κωνσταντίνος,
τρία χρόνια μες στο χώμα
και δεν έλιωσε ακόμα;
Στο κατώφλι η μια κι η άλλη
σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.
.................................................................................................................................................................
Η υπόθεση του τραγουδιού, ωστόσο, ΄"ταξίδεψε" και πιο μακριά από τα όρια των Βαλκανίων...


Λεονώρα  Γκότφριντ Μπύργκερ (Γερμανία)                        
                          Μεταφραστής: Λορέντζος Μαβίλης


αναφορά στην επιστροφή από τον πόλεμο ενός νεκρού καβαλάρη ώστε να πάρει μαζί του την αγαπημένη του)
"Για πες μου, πες, αγάπη μου, πού έχεις το κονάκι;
Πού, πώς το κρεββατάκι;"
"Μακρυά!... μ' έξι σανίδια μεγάλα κι' άλλα δύο
Μικρά!... ήσυχο, κρύο!..."
"Είν' εκεί τόπος και για με;" "Για σένα και για μένα.
Ντύσου και ρίξου ευθύς!
Τους καλεσμένους 'κει θαυρής,
Που καρτερούν για σένα."

Η αγαπημένη λυγερή μ' ασπούδα ευθύς εντύθη
Και 'ς τα καπούλια εχύθη.
Ωσάν τα κρίνα κάτασπρα τα δυο της χέρι' απλόνει
Και αγκαλιαστά τον ζώνει.
Κ'εμπρός,εμπρός, φεύγουν, χωπ,χωπ! ο περασμός βροντάει,
Κ' εκεί που πιλαλούν,
Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν,
Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πώς όλα εφεύγαν γύρω τους δεξιά, ζερβιά μεριά τους
Εμπρός 'ς τα βλέμματά τους!
Πώς ετρίζαν η γέφυραις, πώς φεύγαν τα λιβάδια,
Οι κάμποι και τα σιάδια!
"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"
"Όχι, όχι!... Αλλ' άφησ' τους νεκρούς!
Σου το ζητώ για χάρι."

'Aκου κοράκων σάλαγος και ψάλσιμο αντηχάει!
Κουδούνισμα βογγάει!
Λαλούν καμπάναις! νεκρικά ψάλλουν. "Βαθυά 'ς το χώμα
Ας θάψουμε το σώμα!"
Και μ' ένα νεκροκρέββατο λείψανο ιδού! πλησιάζει.
Το ψάλσιμον πολύ,
Με των καρλάκων τη φωνή,
Που ηχά 'ς τους βάλτους, 'μοιάζει.

"Έπειτ' απ' τα μεσάνυχτα θάψετ' εσείς το σώμα
Με μυρολόι 'ς το χώμα!
Τώρα τη νύφη μου τη νεια 'ς το σπίτι παίρνω. ελάτε!
'Σ το γάμο μας τρεχάτε!
Κόπιασε, ψάλτη, με πολλούς για να καλοναρχίσης
Με ψάλσιμο βραχνό!
Έλα, παπά, πριν πάμε οι δυο
'Σ την κλίνη, να ευλογήσης!"

Σιγούν καμπάναις... ψάλσιμο...! το νεκρικό κρεββάτι
Εχάθηκε. τρεχάτοι
Του καβαλλάρη τη φωνή μόλις αυτοί γροικήσαν,
Κατόπι τους χουμήσαν.
Και πάντα εμπρός, εμπρός, χωπ, χωπ! ο περασμός βροντάει,
Κ' εκεί που πιλαλούν,
Τ' άτι και αυτοί λεχομαχούν,
Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Δεξιά, ζερβιά, φράχτες, βουνά και δάση, πώς περνούσαν,
Τι γλήγορα επετούσαν!
Δεξιά, ζερβιά, ζερβιά, δεξιά, χώραις, χωριά, πηγαίναν,
Σαν αστραπαίς διαβαίναν!
"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"
"Ήσυχους άφησ' τους νεκρούς,
Σου το ζητώ για χάρι!"

Και 'ς το βασανιστήριο, 'δες! πώς του τροχού τ' αξόνι
Χορεύοντας το ζώνει
Αέρινη στοιχειλογιά, που φεγγαροφωτίζεται
Και μόλις ξεχωρίζεται.
"Αι! σεις! ακολουθάτε μας! κατόπι μας τρεχάτε!
Του γάμου το χορό,
'Aμα 'ς την κλίνη πάμε οι δυο,
Να μας χορέψτ' ελάτε!"

Κι' όλο το πλήθος, χους, χους, χους! κατόπι του όλο πάει,
Με θόρυβο πηδάει,
Ωσάν τα φύλλα τα ξερά, σαν ρούφουλας περάση
Ανάμεσα 'ς τα δάση.
Κ' εμπρός, εμπρός φεύγουν, χωπ!χωπ! ο περασμός βροντάει
Κ' εκεί που πιλαλούν,
Τ' άτι και αυτοί λεχομανούν,
Χώμα, φωτιά, ξεσπάει.

Πώς όλ' η φύσι γύρω τους φεγγαροφωτισμένη
Πετώντας πώς διαβαίνει!
Τα ύψη επάνω πώς πετούν των ουρανών τα αιθέρια,
Μαζή μ' όλα τ' αστέρια!
"Ζήτω! Οι νεκροί τρέχουν γοργά! πώς λάμπει το φεγγάρι!
Σκιάζεσαι τους νεκρούς;"
"Ωιμέναν! 'Aφησ' τους νεκρούς!
Σου το ζητώ για χάρι!"

"Μαύρε! λαλεί, μου κάζεται, ο πετεινός... κ' η ώρα
Θε να περάση τώρα...
Σαν της αυγής μυρίζομαι, μαύρε, τ' αέρι... χύσου,
Γοργά, γοργά! γκρεμίσου!
Ο δρόμος μας ετέλειωσε κ' η κλίν' είν' ανοιγμένη,
Η κλίν' η νυφική!
Γλήγορα τρέχουν οι νεκροί!
Είμαστε και φτασμένοι."

Με σιδερένια κάγκελα ψηλή θύρ' αγναντεύει,
Κ' εκεί καβαλλικεύει
Μ' ορμήν ακράτητη. βιτσιά 'ς τα μάνταλα χτυπάει,
Κι' όλα μαζή τα σπάει.
Πετιώνται τα θυρόφυλλα και 'ς τα μνημούρια 'κείνοι
Ανάμεσα περνούν.
'Σ το φως οι τάφοι ασπρολογούν
Που το φεγγάρι χύνει.

Και τήρα εκεί! για τήρα εκεί! Τι φριχτό θάμμα εγίνη
Με μιας την ώρα εκείνη!
Του καβαλλάρ' η αρματωσιά, σαν ίσχνα χαλασμένη,
Πέφτει κομματιασμένη.
Γυμνό καύκαλο εγίνηκεν η κεφαλή του όλη,
Σκέλεθρο το κορμί.
Δρεπάνι 'ς τό 'να του κρατεί
Και 'ς τ' άλλο μαντζαρόλι.

Ψηλά τα πόδια σήκονε τ' άλογο, εν ω φυσούσε,
Και σπίθας επετούσε.
Και χούι! ξάφνου από κάτου της 'ς της γης τα μαύρα βάθη
Εβούλιαξε κ' εχάθη.
Ούρλιασμ' ακούεται από ψηλά, μέσα 'ς το λάκκο ηχάει
Κλάψιμο από βαθυά,
Και της Λεονώρας η καρδιά
'Σ τα λοίστια σπαρταράει.

Και να! 'ς το φως του φεγγαριού εχόρευαν τριγύρω
'Σ ένα μεγάλο γύρο,
Ουρλιάζοντας εχόρευαν αντάμα οι βρυκολάκοι
Μ' αυτό το τραγουδάκι.
"Με το Θεό μη ραθυμάς! κι' αν την καρδιά ραΐση
Η θλίψη, υπομονή!
Το σώμα χάνεις. την ψυχή
Θεός ας ελεήση!"
διαβάστε ολόκληρο το έργο εδώ:

................................................................................................................................................................................

Το να καλείται ο νεκρός να βγει από τον τάφο για να βοηθήσει σε μια δύσκολη κατάσταση "ανακάλεμα" απαντάται με χαρακτηριστικό τρόπο στον σπουδαίο τραγικό ποιητή:

Αισχύλος, Πέρσες 628-680 (μτφ. Ι. Γρυπάρης)

















Σεβαστή βασίλισσα των Περσών
στέλνε λοιπόν και συ τις χοές σου
στα βασίλεια του Άδη απ' τη γη
κι εμείς θα ζητήσουμε με ύμνους
να σταθούν βοηθοί μας.
Μακάριοι εσείς θεοί του κάτω κόσμου
ανεβάστε ξανά την ψυχή του στο φως
γιατί αυτός, που ξέρει απ' όλους καλύτερα,
μπορεί να βρει στα βάσανά μας γιατρικό,
αυτός μόνο το τέλος μπορεί να μας πει.
Άραγε με ακούει ο μακαρισμένος
ο ισόθεος βασιλιάς
που σε γλώσσα γνώριμη, περσική,
τον φωνάζουν με κλάματα και μοιρολόγια
και με θλιβερά ξεφωνητά;
Όσο μπορώ ψηλότερα θα διαλαλήσω
τη μαύρη συμφορά που μας βρήκε.
Άραγε μ' ακούει βαθιά μες απ' τον τάφο του;
Αλλά, εσύ, Γη,
και σεις οι άλλοι άρχοντες των νεκρών,
αφήστε από τα βασίλειά σας ν' ανεβεί στο φως
η μακαρισμένη, περήφανη ψυχή
ο Θεός των Περσών που γεννήθηκε στα Σούσα.
Στείλτε τον επάνω αυτόν
που όμοιό του ώς τώρα δεν έχει σκεπάσει
το χώμα της Περσίας.
Πόσο πολύ αγαπητός είναι ο άντρας,
πόσο πολύ αγαπητός ο τάφος
που σκεπάζει μια τόσο αγαπημένη ψυχή.
Αιδωνέα, στείλε τον ν' ανεβεί σε μας
στείλε τον έξω στο φως, Αιδωνέα, το Δαρείο, τον ασύγκριτο βασιλιά μας.
Γιατί εκείνος ποτέ δεν επήγαινε
να καταστρέψει το στρατό του
σε άδικες πολεμικές συγκρούσεις.

 [πηγή: Ι. Γρυπάρης, Οι τραγωδίες του Αισχύλου, Εστία, Αθήνα 1938]